- αεροφόρος
- -ο1. αυτός που περιέχει αέρα2. αυτός μέσα από τον οποίο διοχετεύεται αέρας·[ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + -φόρος < φέρω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Blackett's Aerophor — The Blackett s Aerophor is a nitrox semi closed circuit rebreather with liquid gas storage made in England from 1910 onwards for use in mine rescue and other industrial uses. It was used until the 1950 s. Aerophor is from Greek αεροφορος = air… … Wikipedia
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
γαστερόποδα — Ομοταξία ασπόνδυλων μαλακίων. Περιλαμβάνει είδη που ζουν στις θάλασσες, στα γλυκά νερά και στο χερσαίο περιβάλλον. Το σώμα τους χαρακτηρίζεται γενικά από μια ισχυρή ασυμμετρία πολύ ή λίγο εμφανή και διακρίνεται σε αυτό η κεφαλή, το πόδι, ο… … Dictionary of Greek